Σάββατο 14 Μαΐου 2016

13 Μαΐου του 1982 φεύγει από τη ζωή η Δέσποινα Αχλαδιώτη, η κυρά της Ρω

 Η κυρά της Ρω, ή κατά κόσμον Δέσποινα Αχλαδιώτη, ύψωνε κάθε μέρα για 34 (κατά άλλους για 40) χρόνια την ελληνική σημαία μια ανάσα από τα τουρκικά παράλια. 
 Η πρώτη φορά που η Δέσποινα Αχλαδιώτου ύψωσε τη σημαία ήταν το 1927, όταν ξύπνησε ένα πρωί και είδε στην κορυφή του νησιού να κυματίζει η τουρκική σημαία. Πήγε στο σπίτι, άνοιξε το σεντούκι, πήρε ένα λευκό σεντόνι και μια γαλάζια κουρτίνα και έραψε τη γαλανόλευκη. Κατέβασε με τον άντρα της την τουρκική, τοποθετώντας στη θέση της τη νέα σημαία. 


Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών, σε νοσοκομείο της Ρόδου, στις 13 Μαΐου του 1982. Η σορός της μεταφέρθηκε στην Ρω και ετάφη κάτω από τον ιστό όπου ύψωνε τη σημαία.

Η Δέσποινα Αχλαδιώτη βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών (1975), το Πολεμικό Ναυτικό, τη Βουλή των Ελλήνων, το Δήμο Ρόδου, την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και άλλους φορείς. Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας έστειλε ναυτικό άγημα και αντιπροσωπεία του ΓΕΝ στο Καστελόριζο όπου, στις 23 Νοεμβρίου 1975, της απένειμε το μετάλλιο για την πολεμική περίοδο 1941-1944 για τις «προσφερθείσες εθνικές υπηρεσίες της», όπως ανέφερε η απόφαση του Υπουργού Άμυνας.
Η κυρά της Ρω, ή κατά κόσμον Δέσποινα Αχλαδιώτη, ύψωνε κάθε μέρα για 34 (κατά άλλους για 40) χρόνια την ελληνική σημαία μια ανάσα από τα τουρκικά παράλια. Πηγή: www.lifo.gr
13 Μαΐου του 1982 Πηγή: www.lifo.gr



Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Μητέρα Σας φιλώ, Σήμερα πάω για εκτέλεση


Στρέφω τα μάτια .......  και εστιάζω στα στρατιωτικά καμιόνια που, σαν σήμερα στα 1944, μεταφέρουν ενενήντα δύο κομμουνιστές, ανάμεσά τους δέκα γυναίκες, από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου στο σκοπευτήριο της Καισαριανής για να τους στήσουν μπροστά στο απόσπασμα.
.......  
Ενας απ' αυτούς γράφει στη φόδρα του μπερέ του τα ύστατα λόγια προς τους δικούς του, την κόβει και την πετά στη συμβολή Ιεράς Οδού και Κωνσταντινουπόλεως:
 «10-5-44 Αγαπητή Μητέρα Σας φιλώ, Χαιρε[τι]σμους. 
Σήμερα πάω για εκτέλεση πέφτοντας για τον Ελ. ΛΑΟ. 
Γλέζος Νίκος Παραμυθίας 40». 

Εμβρόντητοι οι διαβάτες πηγαίνουν στη μάνα του τη μακάβρια επιστολή.


Ζωντανό τον λογαριάζει εκείνη για μεγάλο διάστημα έκτοτε. Αρνείται να δεχτεί το τρομερό μαντάτο. Περιμένει κρατώντας τη φωτογραφία του στον σταθμό Λαρίσης αργότερα, να τον αναγνωρίσει μεταξύ όσων επιστρέφουν απ' το Νταχάου και τ' άλλα κολαστήρια του Βορρά. Πρόκειται για την Ανδρομάχη Ναυπλιώτου, δασκάλα από την Πάρο.
Οταν υπηρετούσε στ' Απεράθου της Νάξου συνδέθηκε με τον νομικό και δημοσιογράφο Νίκο Γλέζο. Το 1922 γέννησε τον Μανώλη και το '25 τον δεύτερο γιο της, που πήρε το όνομα του πατέρα του, ο οποίος πέθανε πριν απ' τον τοκετό. Ο Νίκος ήταν «κοιλάρφανος» κατά πώς λένε στο χωριό. Υστερα από χηρεία επτά ετών η Μάχη παντρεύτηκε τον δάσκαλο Νίκο Δημητροκάλλη, που της χάρισε τον Γιώργο και τη Βασιλική.
Στα χρόνια της Κατοχής η οικογένεια ζει στην Αθήνα. Τα μεγαλύτερα αγόρια εντάσσονται απ' την πρώτη στιγμή στην ΟΚΝΕ και έπειτα στην ΕΠΟΝ. Δίνουν καθημερινά μάχες, συχνά ένοπλες, ενάντια στον κατακτητή και τους συνεργάτες του, όπως χιλιάδες συνομήλικοί τους. Ο Νίκος συλλαμβάνεται από γερμανοτσολιάδες τη Μεγάλη Πέμπτη 13 Απριλίου 1944 και βασανίζεται φρικτά. Μέχρι την τελευταία στιγμή εμψυχώνει τους συντρόφους του. Τους πρέπει ένα κόκκινο στεφάνι στην Καισαριανή.