Μια σειρά από υλικό, σπάνιο και σημαντικό συναντώ καθημερινά στο διαδίκτυο. Τα video οδηγούν στον δημιουργό τους όπως αυτός εμφανίζεται και υπογράφει. Οι αναρτήσεις εδώ λειτουργούν πολλαπλασιαστικά και προφανώς με εκτίμηση στους δημιουργούς του υλικού που το βρήκαν, το επεξεργάστηκαν και το δημοσίευσαν. Η απόσυρση των video από τον δημιουργό τους προφανώς θα έχει το αντίκτυπο του και εδώ με κενή ανάρτηση. Καλή πλοήγηση.
πώς ο Θανάσης Βέγγος, έσωσε
τη ζωή του στη Μακρόνησο,
πώς φτιάξανε μαζί ένα θέατρο και ο Βέγγος
έγινε ηθοποιός:
«Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να
αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. “Ζήτα μια χάρη και θα
σου την κάνουμε” μου είπαν και το μόνο που ζήτησα ήταν, να με αφήσουν
να πάω να μείνω στο βουνό χωρίς φαΐ και χωρίς νερό, ενδεχομένως, αρκεί
να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν!
Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και
βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου. Ξάφνου, ένας
γρήγορος, αεράτος τύπος εμφανίζεται κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέρια
του και δυο τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε
ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το
δικό μου αντίσκηνο!
«Τι κάνεις;» τον ρωτάω. «Θα πεθάνεις εδώ πάνω» απάντησε σοβαρός και
συνέχισε τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα
σαν αγρίμι, εξόριστος μεσ’ στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν
κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το
βουνό, μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω.
Ήταν ο Θανάσης Βέγγος, η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ’ όλα.»
Τρία υπαίθρια θέατρα χτίστηκαν στη Μακρόνησο από το 1947 μέχρι το
1950. Τα έχτισαν οι ίδιοι οι εξόριστοι για την «ιδεολογική αναμόρφωσή
τους» με πέτρες που έσπαγαν μόνοι τους από το βραχώδες έδαφος.
Έμεινε μαζί μου όλα τα χρόνια της Μακρονήσου. Είχα χρεωθεί την
κατασκευή ενός θεάτρου -ήμουν τριτοετής της αρχιτεκτονικής τότε. Πήγα
στη διοίκηση και λέω: «Αυτόν το μισότρελο φαντάρο να μου τον δώσετε». Κι
έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με το Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή,
ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο Βέγγος ηθοποιός και να ο Βέγγος
πρωταγωνιστής και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος, και να ο
Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωση μας και το χαμόγελό μας».
Manos Hadjidakis the Oscar® for
Best Original Song
for "Never On Sunday" at the 33rd Annual Academy
Awards® in 1961.
Accepted by Raoul J. Levy and hosted by Bob Hope.
«Είναι στην αίθουσα ο κ. Μάνος Χατζιδάκις;» ρωτάει η ηθοποιός Jayne
Meadows κατά τη διάρκεια της απονομής του Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου
Τραγουδιού για «Τα Παιδιά του Πειραιά» από την ταινία «Ποτέ την Κυριακή» (1960) του Ζυλ Ντασσέν με πρωταγωνίστρια την Μελίνα Μερκούρη.
Ωστόσο, ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης δεν είχε ταξιδέψει στην Αμερική για να παραλάβει το χρυσό αγαλματίδιο, εκφράζοντας την αντίθεσή του με τον θεσμό.
Η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου του έστειλε ταχυδρομικώς το χρυσό αγαλματίδιο, το οποίο όμως χάθηκε καθ’οδόν προς την Ελλάδα -πιθανολογούνταν ότι εκλάπη κάπου στην Γιουγκοσλαβία-.
Γι αυτό όταν ο Μάνος δέχτηκε να τον απαθανατίσουν οι δημοσιογράφοι με το βραβείο του, δανείστηκε εκείνο της Κατίνας Παξινού.
Η μεγάλη ηθοποιός του παραχώρησε για τις ανάγκες της φωτογράφησης το
Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου, που είχε κερδίσει για την ερμηνεία της στην
ταινία «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» (1943).
Η Ακαδημία έφτιαξε ένα αντίγραφο στο οποίο χάραξαν το όνομα του
συνθέτη και του το ξαναέστειλε. Αλλά το δεύτερο χρυσό αγαλματίδιο βρήκε η
οικιακή βοηθός του στον κάλαθο των αχρήστων, όπου το είχε πετάξει ο ίδιος μια μέρα που είχε νεύρα.
Η καθαρίστρια διαπίστωσε ότι ο σκουπιδοντενεκές ήταν ιδιαίτερα βαρύς,
είδε μέσα το Όσκαρ και το έδωσε στην αδελφή του Χατζιδάκι. Έτσι
ξαναγύρισε σε εκείνον, ο οποίος τελικά το τοποθέτησε στο πάτωμα, στην
πόρτα του γραφείου του. «Τώρα μπορώ να το κρατήσω, γιατί συμβολικά και
πρακτικά μου κρατάει την πόρτα ανοιχτή», είχε πει. Σήμερα βρίσκεται στα χέρια του γιου του, Γιώργου Χατζιδάκι, σε μία προθήκη του σπιτιού.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο σπουδαίος δημιουργός είχε
γράψει το κομμάτι ύστερα από την πίεση που του άσκησαν οι συντελεστές
του φιλμ. Ο ίδιος αρχικά θεωρούσε υποτιμητικό για το έργο του πως έγινε
διεθνώς γνωστός για ένα απλοϊκό τραγούδι.
Το επίσημο κράτος με γιόρτασε για το Όσκαρ που πήρα
ερήμην μου και έξω από τα δικά μου σχέδια. Πάλεψα χρόνια για ν' αφαιρέσω
αυτό τον «τίτλο τιμής» από την πλάτη μου, μα, αν δεν το κατάφερα αυτό, ο
αγώνας με βοήθησε να ξαναγίνω νέος ή, να ξαναγίνομαι νέος κάθε φορά που ο χρόνος μου πετούσε μια επίσημη υπενθύμιση της παρουσίας του.
Έπειτα από καιρό και από την παγκόσμια επιτυχία ενός από τα πιο πολυδιασκευασμένα τραγούδια
διεθνώς -έχει τραγουδηθεί από πολλούς καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο και
έχει γνωρίσει διασκευές και εκτελέσεις από την Αμερική μέχρι την
Ιαπωνία- είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα και είχε δηλώσει συγκινημένος για
τη ξεχωριστή τιμή που του έγινε ευχαριστώντας τον τόπο του, που τον
ενέπνευσε αυτό και όλα τα τραγούδια του.
Η Μελίνα συνήθιζε να λέει ότι «αυτό το τραγούδι
είναι ορφανό από μπαμπά, αλλά έχει μάνα». Μάλιστα, κάποια στιγμή ο Μάνος
της είχε απαντήσει περιπαικτικά «Χαίρομαι! Και σε συγχαίρω για την
υιοθεσία».
Φυσικά δεν χρειάζονται ούτε βίντεο, ούτε «γενέθλια» για να τον
θυμόμαστε. Ο ίδιος άλλωστε απεχθανόταν τις επετείους και την
αναμνησιολογία. Και για να θυμηθούμε τα λόγια του: «Τους ανθρώπους που
έχουν φύγει, αλλά παραμένουν ζωντανοί, τους έχουμε καθημερινά τοποθετημένους μέσα μας και τους κουβαλάμε σ’ ολόκληρη τη ζωή μας».
2 Φεβρουαρίου 1943, παραδίδεται στον Κόκκινο Στρατό το τελευταίο οχυρό των Γερμανών στο Στάλινγκραντ (νυν Βόλγκογκραντ), στην ΕΣΣΔ, τερματίζοντας μία από τις πιο καθοριστικές μάχες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που κράτησε 140 μέρες.
February 2, 1943,the Red Armydeliveredthe last strongholdof the Germansat Stalingrad(nowVolgograd),the USSR, endingone of the mostdecisivebattlesofWorld War II, which lasted140days.